ὕπαιθα

ὕπαιθα
ὕπαιθα
out under
indeclform (adverb)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ύπαιθα — Α 1. επίρρ. από κάτω και πλαγίως (α. «ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ποταμὸς... ὕπαιθα ῥέων», Ομ. Ιλ.) 2. πρόθ. κάτω από κάποιον ή παραπλεύρως («αἱ μὲν ὕπαιθα ἄνακτος ἐποίπνυον [αἱ ἀμφίπολοι]», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπαί, ποιητ. τ. τού ὑπό +… …   Dictionary of Greek

  • λιάζομαι — (Α) 1. αποσύρομαι, απομακρύνομαι, αποχωρώ («ἐκ ποταμοῑο λιασθεὶς σχοίνῳ ὑπεκλίνθη», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ. και για πράγματα) υποχωρώ (α. «ὁ δ ὕπαιθα λιάσθη», Ομ. Ιλ. β. «ἀμφὶ δ ἄρα σφι λιάζετο κῡμα θαλάσσης», Ομ. Ιλ.) 3. (για φάντασμα)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”